- ἀνέῳξεν
- ἀνοίγνυμιopenaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνέωιξεν — ἀνέῳξεν , ἀνοίγνυμι open aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκίς — ίδος, ἡ, Α υπηρέτρια οικίας που είναι επιφορτισμένη με διάφορα καθήκοντα, οικονόμος («τὴν θύραν ἀνέωξεν ἡ σηκὶς λάθρα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κοιτώνας» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. θεραπαιν ίς) είτε επειδή ανατράφηκε στο σπίτι είτε επειδή… … Dictionary of Greek